-
1 άρθρωση
[-ις (-εως)] η1) сустав; сочленение; 2) сборка (машины); 3) произношение, артикуляция;έχω καλή άρθρωση — иметь хорошую артикуляцию, чётко выговаривать слова
-
2 άρθρωση
articulation -
3 άρθρωση
1) spoina (f) rzecz.2) staw (m) rzecz.3) styk (m) rzecz. -
4 άρθρωση
1) kloub2) skloubení -
5 άρθρωση
jointΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άρθρωση
-
6 eklem
άρθρωση, κλείδωση -
7 söyleniş
άρθρωση -
8 tecvit
άρθρωση -
9 articulation
άρθρωση -
10 kloub
άρθρωση -
11 skloubení
άρθρωση -
12 spoina
άρθρωση -
13 styk
άρθρωση -
14 сустав
-
15 артикуляция
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > артикуляция
-
16 дикция
η εκφώνηση, η άρθρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дикция
-
17 дробление
1. (размельчение, разбивание) το θρυμμάτισμα, το κομμάτιασμα, η θραύση, ο τεμαχισμός 2. (сигнала в системе Морзе) о διαχωρισμός του σήματος (στο σύστημα Μορς) 3. биол. (сегментация) о μερισμός, η άρθρωση, η μεταμέρεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дробление
-
18 звено
1. (авт., мех) ο κρίκος, ο σύνδεσμος, η άρθρωση, το στοιχείο, η μονάδα. - без контрфорса (якорной цепи) - χωρίς στυλίσκο (αλύσεως της άγκυρας)ведомое - δευτερεύων -, οδηγούμενος -ведущее - το πρωτεύων στοιχείο, ο οδηγόςвертлюжное мех. - της στρέψης, το στριφτάρι- гусеницы - της ερπύστριας, το πέδιλοцепное - см. - цепи 2. хим. η μονάδαмономерное - μονομερική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звено
-
19 петля
1. тех. ο βρόχος 2. (сложенная кольцом и завязанная часть нитки, верёвки, концы которой можно затянуть) η θηλιά, ο κόμπος 3. (двери, крышки) η άρθρωση, ο μεντεσές (ξεν.). дверная - της θύρας/πόρτας 4. ав. (мёртвая петля) η ανακύκλωσηразг. το λούπιγκ (ξεν.)5. (для застегивания) η κουμπότρυπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > петля
-
20 произнесение
1. (выговаривание звуков, слов) η άρθρωση 2. (чего-л. публично, во всеуслышание) η ανακοίνωση, η εκφώνησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > произнесение
См. также в других словарях:
άρθρωση — η 1. η σύνδεση δύο ή περισσότερων μερών ενός όλου: Μου πονούν οι αρθρώσεις των χεριών μου. 2. προφορά σαφής και ευκρινής των συλλαβών για σχηματισμό των λέξεων: Έχει πολύ καλή άρθρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γωνιώδης άρθρωση — Άρθρωση όπως εκείνη του γονάτου, στην οποία οι επιφάνειες δύο οστών εφαρμόζουν σφιχτά επιτρέποντας μόνο την κίνηση μπρος και πίσω … Dictionary of Greek
άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που … Dictionary of Greek
ακρωμιοκλειδική άρθρωση — Η άρθρωση ανάμεσα στο κλειδοκόκαλο (κλείδα) και την ωμοπλάτη καθώς και ο σύνδεσμος που ενώνει τα οστά αυτά … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… … Dictionary of Greek
οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την … Dictionary of Greek
αίμαρθρο — Συγκέντρωση αίματος μέσα στην άρθρωση. Μπορεί να συμβεί μετά από τραυματισμό ή να οφείλεται σε αδυναμία του αίματος να σχηματίζει θρόμβους. Η άρθρωση πρήζεται, πονάει και παθαίνει δυσκαμψία. Η τοποθέτηση παγοκύστης βοηθά στη μείωση του οιδήματος … Dictionary of Greek
πηχεοκαρπικός — ή, ό, Ν φρ. «πηχεοκαρπική άρθρωση» ανατ. η κερκιδοκαρπική άρθρωση που σχηματίζεται μεταξύ κερκίδας και τρίγωνου χόνδρου, αφ ἐνός, και σκαφοειδούς, μηνοειδούς και πυραμοειδούς οστού τού καρπού, αφ ετέρου, άρθρωση στην οποία εκτελούνται κινήσεις… … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
σφαιροειδής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που μοιάζει με σφαίρα, σφαιρικός, στρογγυλός («διὸ δὴ καὶ σφαιροειδὲς... καὶ κυκλοτερὲς [τὸ σχῆμα τοῡ κόσμου] ἐτορνεύσατο», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το σφαιροειδές στερεό τού οποίου το σχήμα ελάχιστα διαφέρει από το σχήμα τής… … Dictionary of Greek